- δισαύξητος
- -ογραμμ. (για ρήματα) αυτός που παίρνει διπλή, εσωτερική και εξωτερική, αύξηση (π.χ. «ορώ - εώρων»).[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + αυξητός < αυξάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Ασώπιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.